Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

μου πονάει το

  • 1 μπάντα

    η
    1) 1) сторона; бок;

    μου πονάει εδώ στην μπάντα — у меня болит в боку;

    η βάρκα γέρνει από τη μιά μπάντα — лодка накренилась на один бок;

    κάθομαι σε μιά μπάντα — сесть в стороне;

    2) настенный ковёр, коврик; гобелен;
    3) банда; 4) джаз-банд);

    § βάζω στη μπάντα — а) откладывать про запас, на чёрный день; — б) откладывать в сторону;

    κάνε ( — или τράβα) στη μπάντα — посторонись;

    κάτσε στη μπάντα — отойди в сторону, не вмешивайся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπάντα

  • 2 πλευρό(ν)

    τό
    1) ребро; 2) бок (человека, животного);

    μου πονάει το πλευρό(ν) — или πονώ στο πλευρό(ν) — у меня болит бок;

    3) бок, сторона;
    4) фланг, крыло;

    § στέκομαι ( — или βρίσκομαι) στο πλευρό(ν) κάποιου — или ίσταμαι παρά το πλευρό(ν) τίνος — а) стоять бок о бок; — б) быгь на стороне кого-л.; — поддерживать кого-л.;

    σπάζω τα πλευρά σε κάποιον намять бока кому-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πλευρό(ν)

  • 3 πλευρό(ν)

    τό
    1) ребро; 2) бок (человека, животного);

    μου πονάει το πλευρό(ν) — или πονώ στο πλευρό(ν) — у меня болит бок;

    3) бок, сторона;
    4) фланг, крыло;

    § στέκομαι ( — или βρίσκομαι) στο πλευρό(ν) κάποιου — или ίσταμαι παρά το πλευρό(ν) τίνος — а) стоять бок о бок; — б) быгь на стороне кого-л.; — поддерживать кого-л.;

    σπάζω τα πλευρά σε κάποιον намять бока кому-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πλευρό(ν)

См. также в других словарях:

  • πονώ — πονῶ, έω, ΝΜΑ, πονάω Ν [πόνος] 1. αισθάνομαι σωματικό άλγος, έχω πόνους («μού πονάει το στομάχι») 2. θλίβομαι, λυπάμαι, υποφέρω ψυχικά («πόσον δοκεῖς πονοῡσιν, Ἔρως, ὅσους σὺ βάλλεις», Ανακρεόντ.) 3. προξενώ θλίψη, κάνω κάποιον να λυπηθεί («μέ… …   Dictionary of Greek

  • πλευρό — το / πλευρόν, ΝΜΑ 1. το πλάγιο μέρος τού ανθρώπου ή ζώου, η μπάντα, το πλαϊνό (α. «μού πονάει το αριστερό πλευρό» β. «ὁ Μασιστίου ἵππος βάλλεται τοξεύματι τὰ πλευρά», Ηρόδ.) 2. η πλευρά, καθένα από τα οστά τού θώρακα 3. το πλάγιο μέρος επιφάνειας …   Dictionary of Greek

  • τραπεζίτης — ο 1.ο διευθυντής ή ιδιοκτήτης τράπεζας. 2. αυτός που κάνει τραπεζικές εργασίες, τοκιστής. 3. πίσω δόντι σαγονιού: Μου πονάει ο τραπεζίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • καταγλωσσαλγώ — καταγλωσσαλγῶ, έω (Μ) πονάει πολύ η γλώσσα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γλωσσαλγῶ «πονάει η γλώσσα μου»] …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

  • Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… …   Wikipedia

  • απάκι — το (Μ ἀπάκι) (κ. κιν, το, πληθ. κια, τα) 1. τα ψαχνά μέρη του σώματος γύρω από τα νεφρά 2. φρ. «μου πεσαν τ απάκια» πονάει η μέση μου από την κούραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωπέκιον «μικρόσωμη αλεπού» πληθ. αλωπέκια > αλεπέκια > αλπέκια, με… …   Dictionary of Greek

  • ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»